ενευλογώ

ενευλογώ
ἐνευλογῶ, -έω (Α)
1. ευλογώ, μακαρίζω κάποιον ή κάτι
2. μέσ. παίρνω ως ευλογία κάτι για τον εαυτό μου
3. παθ. είμαι ευλογημένος από κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”